- Βηρυτός
- (αραβ. Bayrϋt). Πόλη (1.156.000 κάτ. το 2002) του δυτικού Λιβάνου, πρωτεύουσα της Δημοκρατίας του Λιβάνου και της ομώνυμης διοικητικής περιφέρειας (17 τ. χλμ.). Η Β. βρίσκεται στις ακτές της ανατολικής Μεσογείου, στους πρόποδες των αντερεισμάτων της οροσειράς του Λιβάνου. Είναι το σπουδαιότερο οικονομικό και πνευματικό κέντρο της χώρας, έδρα τριών λιβανικών πανεπιστημίων (καθολικού, προτεσταντικού και μουσουλμανικού) και ενός αμερικανικού. Η οικονομία της πόλης βασίζεται κυρίως στο εμπόριο. Από το λιμάνι της B., το μεγαλύτερο του Λιβάνου, περνούν τα τοπικά προϊόντα, κυρίως γεωργικά, που προορίζονται για εξαγωγή και εισάγονται μηχανές και διάφορες συσκευές, πετρέλαιο και άλλες πρώτες ύλες.
Η B., που είναι επίσης ένα από τα μεγαλύτερα οικονομικά κέντρα της Εγγύς Ανατολής, έχει διεθνές αεροδρόμιο στη Χαλντέ. Ο ρόλος αυτός βέβαια και η μορφή της άλλαξαν ριζικά με τις καταστροφές που υπέστη κατά τον εμφύλιο πόλεμο του 1975-76 και τις συγκρούσεις που επακολούθησαν μέχρι το 1991. Η πόλη σιγά-σιγά προσπαθεί να ξαναβρεί την παλιά της αίγλη.
Ιστορία.Λίγα είναι γνωστά για την ιστορία της πόλης πριν γίνει ρωμαϊκή αποικία με το όνομα Berytus. Τον 6o αι. μ.Χ. καταστράφηκε από σεισμό, αλλά ανοικοδομήθηκε και υπό την ισλαμική κυριαρχία έγινε το επίνειο της Δαμασκού. Μετά την κατάκτησή της από τους Σταυροφόρους, κατά τα τέλη του 11ου αι., υπήρξε σημαντικό κέντρο ανταλλαγών με τη Δύση. Παράκμασε όμως μετά την κατάκτησή της από τους Τούρκους το 1516. Το 1861 έγινε αυτόνομη επαρχία, ανεξάρτητη διοικητικά από τον Λίβανο, και αναπτύχθηκε σημαντικά το λιμάνι της. Το 1918 κατελήφθη από τους Γάλλους, το 1920 έγινε πρωτεύουσα του Λιβάνου, που ήταν τότε υπό γαλλική εντολή, και από το 1946 πρωτεύουσα της Δημοκρατίας του Λιβάνου. Κατά τη διάρκεια της γαλλικής κατοχής ονομάστηκε μάλιστα το Παρίσι της Μέσης Ανατολής, για τα αξιοθέατά της, και προσέλκυε χιλιάδες τουρίστες κάθε χρόνο, μέχρι το 1975 που άρχισαν οι ένοπλες συρράξεις.
Μερική άποψη του λιμανιού της Βηρυτού, από την εποχή που η πόλη δίκαια ανομαζόταν «Παρίσι της Μέσης Ανατολής».
Dictionary of Greek. 2013.